- τραγικώδης
- τραγικώδηςof tragic kindmasc/fem acc pl (attic epic doric)τραγικώδηςof tragic kindmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)τραγικώδηςof tragic kindmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τραγικώδης — ῶδες, Α [τραγικός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ποιητικό είδος τής τραγωδίας («τραγικώδης μῡθος», Παλαίφ.) … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek